Ο μπάρμπα Πάνος ο Γιάνναρος (Αυγερινός), τρατολόγος* στο επάγγελμα, ήταν από γεννησιμιού του έξω ντέρτια και καλή καρδιά. Αγαπούσε την οικογένειά του κι όλον τον κόσμο, αλλά οι στόχοι και οι επιδιώξεις του, κυρίως στα οικονομικά, δε θα πρέπει να πήγαιναν και πολύ μακρύτερα από το «δός ημίν σήμερον». Άνθρωπος συνήθους αναστήματος, πρόσεχε το ντύσιμό του, όσο βέβαια τα οικονομικά του το επέτρεπαν, φρόντιζε το πυρόξανθο κοντό - πλατύ και πάντα ελαφρά στριμμένο μουστάκι του, το αχώριστο ναυτικό κασκέτο του που φορούσε ψηλά και στραβά και είχε ιδιαίτερη αγάπη στο γλέντι, το καλαμπούρι και προπάντων στον ποδόγυρο. Κακό δεν άκουσα νά ‘κανε σ’ άνθρωπο.
Μια μέρα, σε κατάσταση ευδαιμονίας, διηγιόντανε στον αγαπημένο και καλό του ακροατή Γεράσιμο Δάγλα – Αρεμούνχο, νεαρό τότε δάσκαλο, με λόγια εντυπωσιακά, το τι καλά πέρασε σε κάποιο πανηγύρι και το πόσο ακόμη πιο καλά θα είχε περάσει, αν διέθετε περισσότερα λεφτά. (Λέγανε πως κάτι είχε προκύψει εκείνες τις μέρες, με μια ωραία νεαρούλα και τσαχπίνα τραγουδίστρια, τη Σ…. , που ‘ρχόντανε τότε στα μέρη μας με τα βιολιά στα πανηγύρια, - του φώναζε απ’ το μικρόφωνο «γιασου Πάνο Γιάνναρε» κι έλιωνε ο καημένος, - αλλά ας μη γινόμαστε περισσότερο αδιάκριτοι και μαρτυριάρηδες).
Σίγουρα «είχε ανεβεί πολύ-πολύ υπθηλά», ίσως και «τον «Θέο» ν’ άγγιξε»* (ήταν καθαρώς Γιανναραίικες εκφράσεις αυτές, με πάντα παχιά προφορά του σίγμα), πρέπει όμως η «περίπτωση», ν’ άναψε για τα καλά τη φαντασία του και ως μοναδικό εμπόδιο πραγματοποιήσεως των όσων απίστευτων κατέβαζε ο νους του, εύρισκε την έλλειψη εκείνων των «παλιόχαρτων», των χρημάτων. Το λέγω αυτό, γιατί λίγο αργότερα και ύστερ’ από διαλογισμούς, τον άκουσε να του εκμυστηρεύεται:
«Μμμ – μανούλα μου, μανούλα μου, ένα, ένα πράμα ήθελα.
Νν – νά ‘χα, τρείς, τρείς χιλιάδες λίρες χρυσές.
Ο Γεράσιμος που γνώριζε αρκετά το χαρακτήρα του, τον κέντρισε επίτηδες:
Τι να τις κάνεις μωρέ μπάρμπα Πάνο; Σε τρείς μέρες δε θα σό ‘χει μείνει δεκάρα, θα τις έχεις φάει, θα τις έχεις σκορπίσει…
Κι ο μπάρμπα Πάνος, σα νά ‘χε ακούσει το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, τον διέκοψε όλο ορμή και χωρίς τον ελάχιστο δισταγμό:
Ώωωω; Μμμ – μα ΤΙ θά ΄κανα σ’ αυτές τις ΤΡΕΙΣ μέρες!
Μ’ αυτό το τόσο εκφραστικό ώωωω, (κάτι μού ‘πες δηλαδή), έλεγε ο Γεράσιμος, μου έδωσε την αίσθηση ότι υπογράμμιζε την ΑΠΟΛΥΤΗ βεβαιότητά του, πως ΔΕΝ θα κρατούσαν περισσότερο από μέρες ΤΡΕΙΣ. Η μεγάλη διαφορά όμως ήταν, στο ΤΙ θά ‘κανε μέσα σ’ αυτές. Σ’ άφηνε να νοιώσεις την ακράδαντη πίστη του, ότι θα είχε κινήσει γη και ουρανό και θά ‘χε ΖΗΣΕΙ μια ζωή.
Και συνέχιζε ο Γεράσιμος: Τώρα το ότι μετά απ’ αυτή την απίστευτη τριήμερη εμπειρία (κατασκεύασμα της φαντασίας του μπάρμπα Πάνου όπως είπαμε πάντα), η ζωή του θα συνέχιζε ίδια κι απαράλλαχτη με πριν, δεν είχε ουδεμία σημασία για τον ίδιο. Οι εκφράσεις του και οι τρόποι του, σου έδειχναν πως αυτός, ήταν και θα παράμενε ευχαριστημένος, αν όχι κι ευτυχισμένος!
Σημείωση
Τέσσαρες χρυσές λίρες, ήταν τότε ο περίπου μηνιαίος μισθός ενός νεοδιοριζόμενου υπαλλήλου. Ο κόσμος έκανε συχνή αναφορά στις λίρες κατά την κουβέντα του και τις χρησιμοποιούσε ευρέως στις συναλλαγές του.
Γλωσσάρι
Τρατολόγος= Ο άνθρωπος που δουλεύει στην τράτα.
Comments